- καταδεκτικός
- [катадэктикос]εκ. дружелюбный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
καταδεκτικός — και καταδεχτικός, ή, ό (AM καταδεκτικός, ή, όν) [καταδέχομαι] νεοελλ. μσν. αυτός που καταδέχεται, αυτός που φέρεται με συγκαταβατικότητα και μετριοφροσύνη αρχ. ο δεκτικός … Dictionary of Greek
καταδεκτική — καταδεκτικός receptive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεχτικός — ή, ό, (AM καταδεκτικός, ή, όν) βλ. καταδεκτικός … Dictionary of Greek
καταδεχτικός — καταδεχτικός, ή, ό και καταδεκτικός, ή, ό αυτός που καταδέχεται τους άλλους, αυτός που δεν είναι περήφανος: Τον αγαπάμε όλοι, γιατί είναι καταδεκτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημοκράτης — ο (θηλ. δημοκράτισσα και δημοκράτις, η) (Μ δημοκράτης, Α Δημοκράτης, ο) νεοελλ. 1. ο οπαδός τού δημοκρατικού πολιτεύματος, αυτός που πιστεύει ότι η δημοκρατία είναι το καλύτερο πολιτειακό σύστημα 2. όποιος υποστηρίζει ότι πιστεύει στην κοινωνική… … Dictionary of Greek
δημοκρατικός — ή, ό (Α δημοκρατικός, ή, όν) 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δημοκρατία ή στους δημοκράτες («δημοκρατικά ιδεώδη») 2. ως ουσ. ο οπαδός τής δημοκρατίας, αυτός που θεωρεί τη δημοκρατία ως το καλύτερο πολίτευμα («οὐδείς ἐστιν ἀνθρώπων φύσει οὔτε… … Dictionary of Greek
ευέντευκτος — εὐέντευκτος, ον (ΑΜ) ευπροσήγορος, καταδεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εν τευκτος (< εν τυγχάνω), πρβλ. αν έν τευκτος, δυσ έντευκτος)] … Dictionary of Greek
ευεπίμικτος — εὐεπίμικτος, ον και εὐεπίμεικτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να πλησιάσει εύκολα, ο ευπρόσιτος («χώραν πᾱσιν εὐεπίμικτον», Στράβ.) 2. (για ανθρώπους) ο καταδεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί μικτος (< επι μίγνυμι)] … Dictionary of Greek
ευομίλητος — εὐομίλητος, ον (Α) επιγρ. ευπροσήγορος, φιλόφρων, καταδεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ομιλητος (< ομιλώ), πρβλ. γλυκ ομίλητος, ολιγ ομίλητος] … Dictionary of Greek
ευπροσήγορος — η, ο (ΑΜ εὐπροσήγορος, ον) αυτὸς που μιλά με φιλικό και ευγενικό τρόπο, ο προσηνής, ο καταδεκτικός. επίρρ... ευπροσηγόρως (Α εὐπροσηγόρως) με ευπροσήγορο τρόπο, φιλοφρόνως, με προσήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ ήγορος] … Dictionary of Greek
ευπρόσιτος — η, ο (ΑΜ εὐπρόσιτος, ον) 1. (για τόπους) αυτός που γίνεται εύκολα προσιτός, αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί να πλησιάσει κάποιος 2. (για πρόσ.) καταδεκτικός, ευπροσήγορος μσν. αρχ. ευάρεστος, ευχάριστος. επίρρ... εὐπροσίτως (Α) με ευπροσήγορο τρόπο … Dictionary of Greek